παιδάριον

παιδάριον
-ου + τό N 2 8-188-3-12-23=234 Gn 22,5.12; 33,14; 37,30; 42,22
little boy, child Gn 22,5; young man Tob 6,3; servant 1 Sm 25,8
παιδαρίων καὶ κορασίων of young boys and girls Zech 8,5; ἐκ παιδαρίου from childhood Jer 31(48),11 Cf. SCHOLL 1983 9-12.15; SPICQ 1978b, 220-224; STANTON 1988, 476-477; WEVERS 1993, 567; →MM

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιδάριον — little boy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίοις — παιδάριον little boy neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίοισιν — παιδάριον little boy neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίου — παιδάριον little boy neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίων — παιδάριον little boy neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαρίῳ — παιδάριον little boy neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδάρια — παιδάριον little boy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδάριο — το (ΑΜ παιδάριον, Α κατά δ. γρφ. παιδάρειον) μικρό παιδί, παιδάκι νεοελλ. ανόητος άνθρωπος αρχ. 1. μικρό κορίτσι 2. νεαρός δούλος («ἕπου μετ ἐμοῡ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν ἴωμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • παιδαρίδιον — παιδαρίδιον, τὸ (Α) [παιδάριον] υποκορ. τού παιδάριον …   Dictionary of Greek

  • παιδαρίων — παιδαρίων, ωνος, ὁ (Α) μέγεθ. τού παιδάριον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + επίθημα ων (πρβλ. χλωρί ων)] …   Dictionary of Greek

  • παιδαρύλλιον — παιδαρύλλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού παιδάριον) παιδαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”